καβουρμάς

καβουρμάς
ο
(λ. τουρκ.)
1. κρέας καβουρντιστό με βούτυρο και κρεμμύδι.
2. κρέας ξεροψημένο που συντηρείται μέσα στο λίπος του για μελλοντική χρήση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καβουρμάς — ο 1. καβουρντισμένο κρέας που διατηρείται μέσα στο λίπος του για μελλοντική χρήση 2. τηγανισμένο κρέας με βούτυρο και κρεμύδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kavurma] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”